μουσικολογία

μουσικολογία
η [μουσικολόγος]
η επιστημονική μελέτη τής μουσικής (α. «ιστορική μουσικολογία» β. «συγκριτική μουσικολογία» γ. «συστηματική μουσικολογία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ρήμαν, Καρλ Βίλχελμ Γιούλιους Χούγκο — Riemann1849 – 1919). Γερμανός μουσικολόγος. Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Λιψίας (από το 1901), διευθυντής του Μουσικού Ινστιτούτου που ίδρυσε ο ίδιος (από το 1908) και διευθυντής του Ινστιτούτου Μουσικής Επιστήμης (1914). Ο Ρ. ασχολήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μουσικολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μουσικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερν, Άντον φον- — (Anton von Webern, Βιέννη 1883 – Σάλτσμπουργκ 1945). Αυστριακός συνθέτης. Σπούδασε μουσικολογία με τον Γκουίντο Άντλερ στην Ακαδημία της Βιέννης, απ’ όπου και πήρε το σχετικό δίπλωμα. To 1902 στάθηκε το κρισιμότερο έτος της ζωής του, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Θρασύβουλος — (1907 – 1977). Μουσικολόγος. Πραγματοποίησε σπουδές μουσικολογίας στο Μόναχο με καθηγητή τον περίφημο Καρλ Ορφ και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στο Ωδείο Αθηνών παράλληλα με τη σταδιοδρομία του στη μουσικολογία. Έγραψε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • Δούνιας, Μίνως — (Ρουμανία 1900 – Αθήνα 1962). Μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και μουσικοπαιδαγωγός. Αποφοίτησε από τη Ροβέρτειο σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το 1921 σπούδασε μουσική στην ανώτατη κρατική σχολή μουσικής του Βερολίνου και από το 1925 μουσικολογία… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδωροπούλου, Αύρα — (Αδριανούπολη 1870 – Αθήνα 1963). Μουσικολόγος και μουσικοκριτικός. Σπούδασε μουσικολογία και από το 1915 δίδαξε πιάνο και ιστορία της μουσικής, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, αργότερα στο Ελληνικό Ωδείο και, τέλος, από την ίδρυσή του το 1924 και έως… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχερ, Ατανάζιους — (Athanasius Kircher, Φούλντα 1601; – Ρώμη 1680). Γερμανός λόγιος. Σπούδασε σε ιησουιτική σχολή της γενέτειράς του και σε ηλικία 17 ετών ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα. Θεωρείται ένας από τους ευρυμαθέστερους λογίους όλων των εποχών. Γνώριζε εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • Σπανούδη, Σοφία — Ελληνίδα μουσικολόγος, μουσικοκριτικός και πιανίστα (Κωνσταντινούπολη 1879 Αθήνα 1952). Γόνος παλιάς φαναριώτικης οικογένειας (ο πατέρας της Σταύρος Ιωαννίδης ήταν αντιπρόσωπος των Πατριαρχείων στην Υψηλή Πύλη), μετά την αποφοίτηση της από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”